-
1 χάρα(γ)μα
τό1) насечка, надрез; 2) гравировка, вырезывание (по дереву, по металлу); 3) πλ. утренняя зари, рассвет;φύγαμε τα χάράματα — мы уехали на рассвете
-
2 χάρα(γ)μα
τό1) насечка, надрез; 2) гравировка, вырезывание (по дереву, по металлу); 3) πλ. утренняя зари, рассвет;φύγαμε τα χάράματα — мы уехали на рассвете
См. также в других словарях:
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
Σάββα Αγίου, μονή — Ιστορικό μοναστήρι, σήμερα πατριαρχικός ναός, στην Αλεξάνδρεια. Η γραφή Σάββα σπανίζει στους παλιούς κώδικες. Η ιστορία του αλεξανδρινού μοναστηριού, χάνεται στο σκοτάδι των αιώνων. Φαίνεται πως η αρχική ονομασία του, ήταν Άγιος Μάρκος. Υπάρχει… … Dictionary of Greek
ένεκα — απαρχαιωμένη πρόθ. 1. συντάσσεται με γεν., εξαιτίας, για: Ένεκα της βροχής δε φύγαμε. 2. σε λαϊκές φράσεις συντάσσεται λαθεμένα και με ονομαστ.: Ένεκα η βροχή βραχήκαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιποιούμαι — περιποιήθηκα, περιποιημένος 1. φροντίζω, δείχνω προθυμία, διευκολύνω: Μας περιποιήθηκαν και φύγαμε ενθουσιασμένοι. 2. καλλιεργώ, τακτοποιώ: Περιποιούμαι το περιβόλι, το κτήμα. 3. δείχνομαι πρόθυμος σε κάποιον, του κάνω φιλοφρονήσεις: Πολύ σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικνίκ — το (λ. αγγλ.), γεύμα εκδρομέων στην εξοχή, όπου ο καθένας προσφέρει τα δικά του φαγητά: Το Σαββατοκύριακο φύγαμε στην εξοχή για ένα πικνίκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόωρα — επίρρ. χρον., πριν από την ώρα, πολύ γρηγορότερα απ ό,τι πρέπει: Σηκωθήκαμε πρόωρα και φύγαμε για το ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίλια — η (λ. ιταλ.) και συνήθ. πληθ. τσίλιες, οι 1. η σκοπιά, η θέση του φρουρού σε ύποπτες επιχειρήσεις ανθρώπων του υποκόσμου: Ο ένας έκλεβε κι ο άλλος κρατούσε τσίλιες. 2. ο αστυνομικός (στη γλώσσα των κακοποιών): Θα μπαίναμε απ το παράθυρο, αλλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουντάρισμα — το, ατος 1. βίαιη βύθιση, καταποντισμός, βούλιαγμα: Δε διορθώνεται πια, είναι σαπιοκάραβο· φουντάρισμα θέλει. 2. αγκυροβολιά, αγκυροβόληση, αγκυροβόλημα: Ύστερα από φουντάρισμα δυο ημερών στο λιμάνι του Αμβούργου, φύγαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρούμενος — η, ο επίρρ. α χαρωπός, φαιδρός, γεμάτος χαρά: Φύγαμε όλοι χαρούμενοι απ αυτή την επίσκεψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)